Πρώτα πρώτα, διαλέγαμε ένα αβγό που να είναι μυτερό και η βαφή του να μην έχει λεκέδες και άλλα ξυσίματα. Υστερα βάζαμε την παλάμη μας στο αυτί και με το άλλο χτυπούσαμε το διαλεγμένο αβγό στην άκρη των δοντιών μας. Ανάλογα με τον ήχο που έβγαζε αυτό το περίεργο χτύπημα βγάζαμε και το σχετικό συμπέρασμα για την αντοχή του αβγού μας στο επικείμενο τσούγκρισμα. Βέβαια πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω πως όλη αυτή η «ειδωλολατρική» τελετουργία δεν είχε καμιά σχέση με την αντοχή του αβγού. Ητανε απλώς ένα παιχνίδι.
Οπως ένα παιχνίδι ανεξήγητο ήτανε όλα τα άλλα. Από τη Μεγάλη Δευτέρα και δώθε. Το τροπάριο της Κασσιανής που άκουγε η μάνα μου με μεγάλη κατάνυξη. Τα δώδεκα ευαγγέλια με εκείνο το σπαρακτικό «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου», την ώρα που η μισή Ελλάδα «κρεμότανε» στα καμένα από τα «ναπάλμ» των Αμερικανών κλαδιά της Μουργκάνας και της Αλεβίτσας. Και την άλλη μέρα ο επιτάφιος, στολισμένος, απόμακρος, χαμένος μέσα στα δάκρυα ανίδεων κορασίδων που μαζί με τον «νυμφίο της εκκλησίας» ονειρεύονταν κρυφά, σκεπασμένες με τα άγαμα, λινά σεντόνια της Ανοιξης τον άλλο νυμφίο, που κειτόταν ανάσκελα. Ματωμένος, ήρωας, μάταιος, θρυμματισμένος μέσα στη ματαιότητα των ηρωικών οραμάτων που δε θα προλάβαινε να τα χειροκροτήσει ως νικηφόρους εωθινούς να βηματίζουν το πρωί της Κυριακής στους δρόμους μιας άλλης Πατρίδας. Και το βράδυ του Σαββάτου «Ανάστα ο κύριος».
Ο Παπαδημήτρης χρυσοντυμένος. Η Τασία, η μοδίστρα, με προτεταμένα τα ατελείωτα στήθια της να μοιράζει αναστάσιμους ασπασμούς και να εύχεται. Και μεις οι μικροί να μην υποπτευόμαστε πως όλα αυτά θα τελειώσουν και πως η «ανάσταση» δε θα έχει πια κανένα νόημα, γιατί έτσι κι αλλιώς ο «θάνατος» μόνον με «θάνατο» μπορεί να «πατηθεί», όπως έλεγε το αναστάσιμο τροπάριο. Η βία με τη βία όπως θα γράφουνε στα άσπρα ντουβάρια οι ανήμποροι επαναστάτες. Η γροθιά με τη γροθιά. Και η αναλγησία της εξουσίας με την ανυπακοή, την αντίσταση.
Πέρασαν χρόνια να καταλάβω τι ήθελε να πει με τη βραχνή του φωνή ο Παπαδημήτρης την αναστάσιμη νύχτα. Πέρασαν χρόνια να συνειδητοποιήσω πως λάθος συνηθίσαμε να ευχόμαστε, έστω και τυπικά, «Χριστός ανέστη» για να αναγγείλουμε, λέει, το μεγάλο μήνυμα. Ισως, αν το αλλάζαμε και λέγαμε το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μαζί με τα φιλήματα της «αγάπης» και τα τσουγκρίσματα των διαλεγμένων αβγών «Θανάτω θάνατον», ίσως, σκέφτομαι, τώρα που το νόημα της «ανάστασης» είναι για μένα ένα ανοιξιάτικο καλοψημένο αμνοερίφιο, αγορασμένο από τη Βαρβάκειο, με αλλαγμένη τη σφραγίδα της προέλευσής του. Ισως, λέω, τα πράγματα να ήτανε τώρα αλλιώς.
Η βδομάδα των «παθών» να ήτανε πραγματικά ένα ατελείωτο παιχνίδι χαρμόσυνων ασμάτων και ερωτικών επικλήσεων. Οι κορυφές της Μουργκάνας και της Αλεβίτσας να μην είχανε γονατίσει κάτω από το βάρος ανεξόφλητων θανάτων. Και οι λαοί της Γης να μη γινότανε μάρτυρες προκλητικών επιταφίων, ψευδώνυμων αναστάσεων, και θανατηφόρων βεγγαλικών. Ισως, δηλαδή, να μη χρειάζονταν τόσοι θάνατοι. Γι' αυτό, σύντροφοί μου, αισθάνομαι την ανάγκη να σας ευχηθώ «Θανάτω θάνατον». Το νου σας!
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ !
ΑπάντησηΔιαγραφή(και Στους ΕΛΑΣΙΤΕΣ, ΕΠΟΝΗΤΕΣ, ΑΕΤΟΠΟΥΛΑ και σε ΟΛΟΥΣ ΠΟΥ ΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥΣ για αυτήν την ΠΑΤΡΙΔΑ, για Εθνική Ανεξαρτησία, Κοινωνική Δικαιωσύνη, Αξιωπρέπεια ΚΑΙ ΛΑΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ !)